- πάμ-βορος
πάμ-βορος, Alles fressend; Ael. H. A. 1, 27; Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάμ-βορος, Alles fressend; Ael. H. A. 1, 27; Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηδύβορος — ἡδύβορος, ον (Α) γλυκός, ευχάριστος στη γεύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + βορος (< βορά), πρβλ. νεό βορος, πάμ βορος] … Dictionary of Greek