- προς-ερπύζω
προς-ερπύζω, = προςέρπω, Ael. H. A. 2, 3; προςείρπυσε, Plut. Pyrrh. 3; Luc. amor. 12 steht noch προςείρπυε.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-ερπύζω, = προςέρπω, Ael. H. A. 2, 3; προςείρπυσε, Plut. Pyrrh. 3; Luc. amor. 12 steht noch προςείρπυε.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… … Dictionary of Greek
ερπυσμός — Η αργή ροή ενός στερεού πάνω στο οποίο επενεργούν δυνάμεις. Εξαιτίας αυτού του φαινομένου πέτρινα υπέρθυρα δοκάρια και επιτύμβιες πλάκες κάμπτονται υπό την επίδραση της βαρύτητας ύστερα από πολλά χρόνια, μεταλλικές βίδες στα θερμά τμήματα μηχανών … Dictionary of Greek
προσερμηνεύω — Α [ἑρμηνεύω] ερμηνεύω επί πλέον. προσερπύζω Α προσέρπω, προχωρώ έρποντας προς κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἑρπύζω «βαδίζω, σέρνομαι»] … Dictionary of Greek