- πάν-δειλος
πάν-δειλος, ganz elend, unglücklich, Opp. Cyn. 3, 230.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάν-δειλος, ganz elend, unglücklich, Opp. Cyn. 3, 230.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάντρομος — ον, Α αυτός που τρέμει πολύ, δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + τρόμος (πρβλ. έντρομος)] … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek