- πάμ-μικτος
πάμ-μικτος, = παμμιγής; ὄχλος, Aesch. Pers. 53; ἐπίκουροι, 870.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάμ-μικτος, = παμμιγής; ὄχλος, Aesch. Pers. 53; ἐπίκουροι, 870.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
πολύμικτος — ον, Α ο πολυμιγής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μικτός (< μ[ε]ίγνυμι), πρβλ. πάμ μικτος] … Dictionary of Greek
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek