- πάνακτος
πάνακτος, = ὀρίγανος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάνακτος, = ὀρίγανος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάνακτος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀρίγανος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παν * + ἀκτή (βλ. λ. πανάκτειος)] … Dictionary of Greek
PANACTOS — Graece Πάνακτος, locus Atticae, apud Stephanum, Ράνακτον, φρούριον Α᾿ττικὸν, ὁ Α᾿νδροθίων εν τρίτῃ Α᾿ττίδος. Harpocration, oppidum esse scribit, inter Atticam et Boeotiam situm, additque eius mentionem facere Thucydidem et Euripidem et Menandrum … Hofmann J. Lexicon universale
DEMARCHI — Graece Δήμαρχοι, dicebantur in eadem Rep. praefecti τῶ Δήμων, quos illi, quando necesse erat, convocabant, eâdem potestate, quam prius Ναυκράροι vel Ναυκλάροι habuerant, (ut scribir Harpocration in Lexico, et Scholiastes Aristophan. ad haec verba … Hofmann J. Lexicon universale
Θηβών και Λεβαδείας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα τη Λιβαδειά. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 109 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν 130 κληρικοί. Στην περιφέρειά της λειτουργούν τα ανδρικά μοναστήρια Οσίου Λουκά (10ος αι., Στείρι Βοιωτίας), Σαγματά (12ος αι., Ύπατο Θηβών) … Dictionary of Greek