πάν-δωρος

πάν-δωρος

πάν-δωρος, Alles schenkend; γῆ, Allgeberinn, ep. Rom. 7; ἄρουρα, Opp. Cyn. 1, 12; Ζεύς, Cleanth. Iov. 31.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πάνδωρος — Μυθολογικός ήρωας της Αττικής, γιος του Ερεχθέα και της Πραξιθέας και πατέρας του Άλκωνα. Είχε αδέλφια του τον Κέκροπα, το Μητίονα, την Πρόκριδα, την Κρέουσα, τη Χθονία και την Ωρείθυια. Λέγεται πως ήταν ιδρυτής της Χαλκίδας στην Εύβοια. * * * ον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”