πάγ-ξενος

πάγ-ξενος

πάγ-ξενος, allgastlich, allen Fremden gemein, πολὺν ἀγῶνα πάγξεν' ἀγκηρύσσεται, Soph. frg. 18 bei Ath. XI, 466 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

  • ξενοπαγής — ξενοπαγής, ές (Α) αυτός που έχει συντεθεί από ξένες ουσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ πάγ ην), πρβλ: νεο παγής, χαλκο παγής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”