πάγ-κλαυστος

πάγ-κλαυστος

πάγ-κλαυστος oder πάγ-κλαυτος, sehr beklagt, sehr zu beweinen; πάγκλαυτα ἄλγεα, Aesch. Spt. 350; πάγκλαυτον ἐξαμᾷ ϑέρος, Pers. 808; πάγκλαυστον αἰῶνα, Soph. El. 1074; auch in act. Bdtg, ganz, sehr weinend, ὑπ' ὀφρύσι παγκλαύστοις, Ant. 825, vgl. Tr. 649; die Lesart schwankt gewöhnlich.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύκλαυστος — και πολύκλαυτος, η, ο / πολύκλαυστος και πολύκλαυτος, ον, ΝΜΑ 1. (για νεκρό) αυτός για τον οποίο έχουν κλάψει πολλοί, έχουν θρηνήσει πολλοί, πολυθρήνητος αρχ. 1. αυτός που θρηνεί πολύ («πολύκλαυτοι γυναῖκες», επιγρ.) 2. φρ. α) «πολύκλαυστα… …   Dictionary of Greek

  • μυριόκλαυστος — μυριόκλαυστος, ον (Α) αυτός που έχει θρηνηθεί ατελείωτα, επί πολύ χρόνο, πολλές φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + κλαυστος (< κλαίω), πρβλ. πάγ κλαυστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”