- πάγ-χρῡσος
πάγ-χρῡσος, = Vorigem; νάκος, das goldene Vließ, Pind. P. 4, 68; κορυφὰ κτεάνων, Ol. 7, 4; δίφροι, Soph. El. 510; δέπας, Eur. Hec. 528. öfter; οἶκος, Ar. Nubb. 598; Folgde; ἐφεστρίς, Agath. 61 (IX, 153).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάγ-χρῡσος, = Vorigem; νάκος, das goldene Vließ, Pind. P. 4, 68; κορυφὰ κτεάνων, Ol. 7, 4; δίφροι, Soph. El. 510; δέπας, Eur. Hec. 528. öfter; οἶκος, Ar. Nubb. 598; Folgde; ἐφεστρίς, Agath. 61 (IX, 153).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek