- πάμ-ψεκτος
πάμ-ψεκτος, ganz tadelhaft, Maneth. 4, 316.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάμ-ψεκτος, ganz tadelhaft, Maneth. 4, 316.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύψεκτος — ον, ΜΑ αυτός που τού αποδίδονται πολλοί ψόγοι, πολλές κατηγορίες, πολύ κατηγορημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ψεκτός (< ψέγω), πρβλ. πάμ ψεκτος] … Dictionary of Greek