πάντοσε

πάντοσε

πάντοσε, überall hin; ἐποιχόμενος, Il. 5, 108; παπταίνων, 13, 649 u. öfter; ἀσπίδα πάντοσ' ἐΐσην, nach allen Seiten gleich gerundet; auch in Prosa, Xen. An. 7, 2, 23 Hell. 7, 4, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πάντοσε — every way indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάντοσε — Α επίρρ. προς κάθε κατεύθυνση, προς όλα τα μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + επιρρμ. κατάλ. σε (πρβλ. άλλο σε)] …   Dictionary of Greek

  • πάντοσ' — πάντοσε , πάντοσε every way indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • вьсюдоу — (86) нар. Всюду, везде: вьсюдѹ бо слѹжьба словесьна˫а ѹзаконѥна ѥсть (πανταχοῦ) КЕ XII, 38а; исповѣдающа же вьсюдѹ. ˫ако сѹть хрьсти˫ане (διόλου) Там же, 81б; нача и цѣловати. по ѡчима по главѣ и по ѹшима по рѹцѣ и вьсѹдѹ ЧудН XII, 71б; сѣмо и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κελευτιώ — κελευτιῶ, άω (Α) (θαμιστ. τού κελεύω απαντά μόνο στη μτχ. ενεστ. ως επικ. τ.) προτρέπω, ξεσηκώνω, παροτρύνω συνεχώς («Αἴαντε κελευτιόωντ ἐπὶ πύργων πάντοσε φοιτήτην» οι δύο Αίαντες σύχναζαν παντού πάνω στους πύργους παροτρύνοντας συνεχώς τους… …   Dictionary of Greek

  • πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”