- πάν-σπερμος
πάν-σπερμος, aus allerlei Saamen gemischt, ὄσπρια Zon. (VI, 98).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάν-σπερμος, aus allerlei Saamen gemischt, ὄσπρια Zon. (VI, 98).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπτόσπερμος — η, ο (Α λεπτόσπερμος, ον) νεοελλ. βοτ. το ουδ. ως ουσ. το λεπτόσπερμο γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας μυρτίδες αρχ. αυτός που έχει λεπτά, μικρά σπέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. γυμνό σπερμος,… … Dictionary of Greek
πάνσπερμος — ον, Α αυτός που αποτελείται από κάθε είδους σπέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. ολιγό σπερμος] … Dictionary of Greek
πανσπερμία — η, ΝΜΑ ανάμιξη κάθε είδους σπερμάτων, ανάμιξη σπόρων νεοελλ. 1. ανάμιξη κάθε είδους φυλών και εθνοτήτων 2. πλήθος ανθρώπων διαφόρων εθνοτήτων και φυλών 3. φρ. «θεωρία τής πανσπερμίας» βιολ. μια από τις θεωρίες για την προέλευση τής ζωής στη Γη, η … Dictionary of Greek