- πάμ-πλουτος
πάμ-πλουτος, = Vorigem, Soph. frg. 572 u. Sp., wie Maneth. 4, 85.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάμ-πλουτος, = Vorigem, Soph. frg. 572 u. Sp., wie Maneth. 4, 85.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
θεόπλουτος — θεόπλουτος, ον (Α) αυτός που έγινε πλούσιος από τη δωρεά τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πλουτος (< πλούτος), πρβλ. ζά πλουτος, πάμ πλουτος] … Dictionary of Greek
καλλίπλουτος — καλλίπλουτος, ον (Α) αυτός που έχει πολλά πλούτη «καλλίπλουτοι πόλιες», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πλουτος (< πλούτος), πρβλ. βαθύ πλουτος, πάμ πλουτος] … Dictionary of Greek
μεγαλόπλουτος — μεγαλόπλουτος, ον (Α) πολύ πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πλοῦτος (πρβλ. πάμ πλουτος)] … Dictionary of Greek
μελλόπλουτος — μελλόπλουτος, ον (Α) αυτός που πρόκειται να γίνει πλούσιος («μελλόπλουτον μειράκιον», Ευνάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + πλοῦτος (πρβλ. πάμ πλουτος)] … Dictionary of Greek
μεσόπλουτος — και, κατά τον Ησύχ., μεσσόπλουτος, ον (Α) αυτός που είναι μετρίως πλούσιος, ο μισόπλουτος, ο μισοπλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πλοῦτος (πρβλ. πάμ πλουτος)] … Dictionary of Greek
υπέρπλουτος — η, ο / ὑπέρπλουτος, ον, ΝΜΑ πάρα πολύ πλούσιος, πάμπλουτος, ζάπλουτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πλοῦτος (πρβλ. πάμ πλουτος)] … Dictionary of Greek