- πάχητες
πάχητες, οἱ, = παχεῖς, πλούσιοι, Hesych. S. παχύς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάχητες, οἱ, = παχεῖς, πλούσιοι, Hesych. S. παχύς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Πάχητες — Πάχης fleshy masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάχητες — πάχης fleshy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάχης — Αθηναίος στρατηγός του 5ου π.Χ. αι., γιος του Επίκληρου. Το 428 πολιόρκησε τη Μυτιλήνη και την ανάγκασε να παραδοθεί, ενώ τον επόμενο χρόνο κατέκτησε τις πόλεις, Ερεσσό, Πύρρα και Νότιο. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα κλήθηκε στο δικαστήριο… … Dictionary of Greek
παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 … Dictionary of Greek