- πάχιστος
πάχιστος u. παχίων, s. παχύς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάχιστος u. παχίων, s. παχύς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάχιστος — παχύς thick masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 … Dictionary of Greek