- πάτνη
πάτνη, ἡ, dor. u. lat. statt φάτνη, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάτνη, ἡ, dor. u. lat. statt φάτνη, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πατνή — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «καλή, ὑπὸ Πάρθων» … Dictionary of Greek
Π, π — Το δέκατο έκτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Οφείλει το σχήμα του στο δέκατο έβδομο γράμμα του σημιτικού αλφαβήτου pe (= στόμα). Από φωνητική άποψη είναι φθόγγος άηχος, ακαριαίος και χειλικός. Ο αρχαίος ελληνικός φθόγγος π προήλθε από τον… … Dictionary of Greek