πάσσαλος

πάσσαλος

πάσσαλος, , att. πάτταλος (πήγνυμι, παγῆναι), ein Pflock oder hölzerner Nagel, der in der Wand befestigt ist, um Etwas daran zu hängen; αίρεῖν ἀπ ὸ πασσαλόφι, vom Nagel nehmen, Il. 24, 268, wie Pind. Ol. 1, 17; vgl. κρεμαστὰ τεύχη πασσάλων καϑαρπάσας, Eur. Andr. 1123; κρεμάσαι ἐκ πασσαλόφι, an dem Nagel aufhängen, Od. 8, 67; auch ein Pflock oder Holznagel, Etwas damit zu befestigen oder Pferde daran zu binden, τοὺς χαλινοὺς ἐκ πασσάλων δέουσι, Her. 4, 72; Alcae. bei Ath. XIV, 627 b; ἐμβαλόντες αὐτῷ πάτταλον μαγειρικῶς ἐς τὸ στόμα, ein Knebel, Ar. Equ. 376; παττάλους ἐνέκρουεν ἐς τὸν τοῖχον, Vesp. 129; Folgde. Sprichwörtlich μηδὲ πάτταλον καταλιπεῖν, Luc. iud. voc. 9; vgl. Ar. Eccl. 284; παττάλου γυμνότερος, Aristaen. 2, 18. – Auch = πόσϑη, Ar. Eccl. 1011, wie Automed. 3 (V, 129). – Ein Stellholz in der Mäusefalle.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πάσσαλος — peg masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάσσαλος — ο, ΝΜΑ, αττ. τ. πάτταλος, Α 1. ράβδος από ξύλο με μυτερό το ένα άκρο για να μπορεί να μπήγεται στο έδαφος, παλούκι («χαλινούς... ἐκ πασσάλων δέουσι», Ηρόδ.) 2. παροιμ. φρ. «πάσσαλος πασσάλῳ ἐκκρούεται» το κακό καταπολεμάται με κακό νεοελλ. τεχνολ …   Dictionary of Greek

  • πάσσαλος — ο χοντρό ραβδί από ξύλο ή μέταλλο με μυτερό άκρο, αλλιώς παλούκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πασσαλόφι — πάσσαλος peg masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πασσάλοις — πάσσαλος peg masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πασσάλου — πάσσαλος peg masc gen sg πασσαλόω furnish with pegs pres imperat act 2nd sg πασσαλόω furnish with pegs imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πασσάλους — πάσσαλος peg masc acc pl πασσαλόω furnish with pegs imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πασσάλων — πάσσαλος peg masc gen pl πασσαλόω furnish with pegs imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πασσαλόω furnish with pegs imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πασσάλῳ — πάσσαλος peg masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παττάλοις — πάσσαλος peg masc dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παττάλου — πάσσαλος peg masc gen sg (attic) πασσάλου , πασσαλόω furnish with pegs imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”