- πάρ-ῃρος
πάρ-ῃρος, = πάραρος, παρῄορος, verrückt, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάρ-ῃρος, = πάραρος, παρῄορος, verrückt, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυτήρ — ῆρος, ὁ, Α πατέρας, φύτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φῠ τού φύω* + κατάλ. τήρ*. Η λ. απαντά στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. pute = φυτήρ και pu2tere = φυτῆρες), ενώ ένας μυκην. τ. puterija θεωρείται ως θηλ. ενός παρ. επιθ. φυτήριος και διακρίνεται από τον τ … Dictionary of Greek
έτνος — ἔτνος, τὸ (εσφ. γραφή ἕτνος) (Α) πυκνός ζωμός με όσπρια, είδος πολτού ή χυλού οσπρίων («ἔτνος γε πίσινον εὔχρων καὶ καλόν» σούπα από μπιζέλια, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται πιθ. συγγένεια με το μσν. αρχ. ιρλ. eitne «πυρήνας» … Dictionary of Greek
ήρυγγος — (I) ἤρυγγος και ἠρύγγη, ή (Α) φυτό με αγκαθωτά φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρυ γγος, κατά τα είλιγγος, πίσυγγος εικάζεται ότι είναι παράγωγο από έαρ, ήρος, οπότε η αρχ. σημασία του θα ήταν «λουλούδι τής ανοίξεως». Η σημασία «το γένι της κατσίκας» είναι… … Dictionary of Greek
ακεστήρ — ἀκεστὴρ ( ῆρος), ο (Α) 1. θεραπευτής, γιατρός 2. αυτός που καταπραΰνει, που δαμάζει «ἀκεστήρα χαλινὸν» (Σοφ. Οιδ. Κολ. 714). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστήριον, ἀκεστήριος, ἀκεστρίς] … Dictionary of Greek
ακμή — Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν… … Dictionary of Greek
αλεξητήρ — ἀλεξητήρ ( ῆρος), ο θηλ. ἀλεξήτειρα (Α) 1. αυτός που αποκρούει, που αναχαιτίζει 2. προστάτης, υπερασπιστής, πρόμαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με η θ. τού ρήματος ἀλέξω, πρβλ. μέλλ. ἀλεξήσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλεξητήριος] … Dictionary of Greek
αλκτήρ — ἀλκτήρ ( ῆρος), ο (Α) αυτός που αποκρούει, απομακρύνει, αποσοβεί, προστατεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. άλαλκε. ΠΑΡ. αρχ. ἀλκτήριος] … Dictionary of Greek
αλφηστής — ἀλφηστής, ο (Α) (Μ και ἀλφηστήρ, ῆρος) 1. αυτός που συντηρείται, που αποζεί από την εργασία του, εργατικός, δραστήριος 2. είδος ψαριών που κολυμπούν κατά ζεύγη 3. φρ. «ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων», για τους Φαίακες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική λ. γνωστή ήδη από… … Dictionary of Greek
αμιλλητήρ — ἁμιλλητὴρ ( ῆρος), ο (Α) αυτός που αμιλλάται, που συναγωνίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμιλλῶμαι + παραγ. κατάλ. τήρ. ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀμιλλητήριος] … Dictionary of Greek
αμυντήρ — ἀμυντὴρ ( ῆρος), ο (Α) 1. ό,τι χρησιμεύει για την άμυνα μας, αμυντικό μέσο, υπερασπιστής 2. (στον πληθυντικό) οἱ ἀμυντῆρες τα μπροστινά οξέα μέρη τών κεράτων τού ελαφιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύνω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυντήριος] … Dictionary of Greek
αναβαστακτήρ — ἀναβαστακτὴρ ( ῆρος), ο (Μ) αυτός που αναβαστάζει, που συγκρατεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναβαστάζω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναβασταχτήρα] … Dictionary of Greek