πάρ-οιστρος

πάρ-οιστρος

πάρ-οιστρος, etwas heftig, fast leidenschaftlich, halb wüthend, Simplic. ad Epict.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οίστρος — ο (ΑΜ οἶστρος) 1. μεγάλη μύγα, κυκλόρραφο έντομο, που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί γένος τής οικογένειας οίστρίδες και τού οποίου οι προνύμφες που εισδύουν στα διάφορα όργανα τών κατοικίδιων ζώων προκαλούν τις μυιάσεις… …   Dictionary of Greek

  • φίλοιστρος — ον, Α 1. αυτός που θέλει να διακατέχεται από οίστρο, από μανία 2. (κυρίως) αυτός που θέλει να καταλαμβάνεται από την παράφορη έκσταση η οποία κυριεύει τους οπαδούς τού Βάκχου και τής Κυβέλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οἶστρος «μανία, τρέλα,… …   Dictionary of Greek

  • βουκόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ηρακλή από τη Μάρνη, κόρη του Θεσπία. 2. Γιος του Κολωνού και αδελφός του Όχεμου, του Λέοντα και της Όχνης. 3. Γιος του Ιπποκόοντα, που σκοτώθηκε με τον πατέρα του και τον αδελφό του στη Λακεδαίμονα από τον …   Dictionary of Greek

  • οιωνός — Σημείο της θέλησης των θεών στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, από την οποία αυτοί εξαρτούσαν κάθε σημαντική δράση. Για να αντιληφθούν τη θεϊκή θέληση βασίζονταν κυρίως στο πέταγμα και στις φωνές των πουλιών (οιωνών), όπως για παράδειγμα ο… …   Dictionary of Greek

  • παροιστρώ — άω και έω ΜΑ κεντρίζω, οιστρηλατώ, εξωθώ σε μανία, είμαι μανιακός («ὡς δάμαλις παριστρῶσα παροίστρησεν Ἰσραήλ», ΠΔ) αρχ. (μτβ.) ερεθίζω, παροξύνω, προτρέπω κάποιον («μαινάδων ἐπ αὐτὸν χοροὺς παρῴστρησεν», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οἰστρῶ… …   Dictionary of Greek

  • πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”