- πάρ-υδρος
πάρ-υδρος, am Wasser lebend; Arist. H. A. 8, 3; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάρ-υδρος, am Wasser lebend; Arist. H. A. 8, 3; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek
πάρυδρος — ον, Α αυτός που βρίσκεται ή ζει κοντά σε νερό («πάρυδροι ἁλκυόνες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + υδρος (< ύδωρ), πρβλ. έν υδρος] … Dictionary of Greek
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek