- πλῆμι
(πλῆμι), ungebr. Thema, von dem einige tempp. zu πελάζω u. zu πίμπ λημι abgeleitet werden, wie πλῆτο
http://www.zeno.org/Pape-1880.
(πλῆμι), ungebr. Thema, von dem einige tempp. zu πελάζω u. zu πίμπ λημι abgeleitet werden, wie πλῆτο
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αποπίμπλημι — ἀποπί(μ)πλημι κ. άω (Α) 1. συμπληρώνω, ολοκληρώνω 2. επαληθεύω, εκπληρώνω 3. καταπραΰνω, κατευνάζω 4. ικανοποιώ κάποιον που ζητά κάτι … Dictionary of Greek