- πλῆστιγξ
πλῆστιγξ, ἡ, ion. statt πλάστιγξ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλῆστιγξ, ἡ, ion. statt πλάστιγξ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλήστιγξ — γγος, ἡ, Α ιων. τ. βλ. πλάστιγγα … Dictionary of Greek
πλάστιγγα — η / πλάστιγξ, ιγγος, ΝΜΑ, ιων. τ. πλήστιγξ Α ο καθένας από τους δίσκους τού ζυγού, τής ζυγαριάς νεοελλ. 1. είδος ζυγού μεγάλων διαστάσεων κατάλληλου για το ζύγισμα βαρέων σωμάτων 2. φρ. «η πλάστιγγα κλίνει» ή «η πλάστιγγα γέρνει» λέγεται στις… … Dictionary of Greek