- πλήμνη
πλήμνη, ἡ (von πλήϑω, eigentlich das, was ausgefüllt wird), die Nabe des Rades, worin die Wagenachse läuft; Il. 5, 726. 23, 339; Hes. Sc. 309; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 757; sonst χοινικίς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλήμνη, ἡ (von πλήϑω, eigentlich das, was ausgefüllt wird), die Nabe des Rades, worin die Wagenachse läuft; Il. 5, 726. 23, 339; Hes. Sc. 309; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 757; sonst χοινικίς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλήμνη — nave of a wheel fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήμνῃ — πλήμνη nave of a wheel fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήμνη — η, ΝΜΑ νεοελλ. 1. (αυτοκ.) το κέντρο τού τροχού, από το οποίο περνά ο άξονας και πάνω στο οποίο στηρίζεται το σώτρο, η ζάντα, ή οι ακτίνες, κν. ταμπούρο 2. ναυτ. ορειχάλκινος ή δερμάτινος δακτύλιος ο οποίος προσαρμόζεται στο τρήμα μιας τροχαλίας… … Dictionary of Greek
πλημνέων — πλήμνη nave of a wheel fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλημνῶν — πλήμνη nave of a wheel fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλῆμναι — πλήμνη nave of a wheel fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήμνην — πλήμνη nave of a wheel fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήμνης — πλήμνη nave of a wheel fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήμνῃσι — πλήμνη nave of a wheel fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήμνῃσιν — πλήμνη nave of a wheel fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδήλατο — Όχημα με δύο τροχούς ίσης διαμέτρου, εφοδιασμένους με ελαστικά και τοποθετημένους σε μεταλλικό πλαίσιο. Το π. κινείται από τη μυϊκή δύναμη των ποδιών του ατόμου το οποίο το χρησιμοποιεί. Η δύναμη προώθησης μεταδίδεται στον πίσω τροχό με μια… … Dictionary of Greek