πλήκτης

πλήκτης

πλήκτης, , der Schlagende, Streitsüchtige, ἀνδράσι πλήκταις καὶ μαχίμοις, Plut. Dion. 30, vgl. Crass. 9; N. T.; Hesych. erkl. μάχιμος καὶ ὑβριστής. – Einen superl. πληκτίστατος führt E. M. 31, 16 an.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλήκτης — striker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήκτης — ὁ, Α [πλήσσω] 1. αυτός που τού αρέσει να διαπληκτίζεται, ο καβγατζής («μὴ πάροινον, μὴ πλήκτην, μὴ αἰσχροκερδή», ΚΔ) 2. (για τον δυνατό ήλιο) εκείνος που χτυπάει στο κεφάλι, που ενοχλεί με τις ακτίνες του («τὸν ἥλιον ὀξὐν ὄντα καὶ πλήκτην», Πλούτ …   Dictionary of Greek

  • πλῆκτα — πλήκτης striker masc voc sg πλήκτης striker masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλῆκται — πλήκτης striker masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήκταις — πλήκτης striker masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήκτην — πλήκτης striker masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήκτου — πλήκτης striker masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλασσοπλήκτης — θαλασσοπλήκτης, ό (Μ) (για τον Ξέρξη) αυτός που χτύπησε τη θάλασσα, που έδειρε τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + πλήκ της (< πλήσσω), πρβλ. επι πλήκτης, τειχεσι πλήκτης] …   Dictionary of Greek

  • τειχεσιπλήκτης — ὁ, Μ αυτός που πλήττει τα τείχη («τειχεσιπλήκτης κριός», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τείχεσι, δοτ. πληθ. της λ. τεῖχος + πλήκτης (< πλήσσω), πρβλ. ἰσχυρο πλήκτης] …   Dictionary of Greek

  • πλήκτας — πλήκτᾱς , πλήκτης striker masc acc pl πλήκτᾱς , πλήκτης striker masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • напрасныи — (42) пр. 1.Неожиданный, внезапный: Аште къто имать очиштенѹ д҃шѫ... и видить хѹдость своѥго ѥстьства. ѹмалени˫а же и напраснѹю съмьрть сего жити˫а. (ὠκύμορον) Изб 1076, 27 об.; аще ли тѹ въ римѣ напрасна нѹжда бѹдеть на область ити. (αἰφνίδια)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”