πλήρωμα

πλήρωμα

πλήρωμα, τό, die Fülle, A usfüllung, Alles, womit man Etwas erfüllt, ergänzt; δαιτὸς πλήρωμα κυλίκων, Eur. Med. 203; Tr. 824 u. öfter; die ganze Summe, Ar. Vesp. 660; ὀγδώκοντα ἔτεα ζόης πλήρωμα μακρότατον πρόκειται, Her. 3, 22, achtzig Jahre sind als die längste Ausfüllung der Lebenszeit gesetzt; πλήρωμα πόλεώς εἰσιν καὶ μισϑωτοί, Plat. Rep. II, 371 e. Bes. bei Schiffen, die Bemannung, Her. 8, 43; Thuc. 7, 4. 12; Xen. u. A.; Lys. 21, 10 fügt hinzu καὶ ἡ ἄλλη ὑπηρεσία; Pol. πληρώματι ἐπιλέκτῳ καταρτίζειν τὴν ναῦν, 1, 47, 6; von den eigentlichen Soldaten unterschieden, 1, 47, 6 ff. u. öfter. – Auch = Folgdm; πυρᾶς, Errichten des Scheiterhaufens, Soph. Trach. 1203.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Πλήρωμα —         (pleroma) (греч.) полнота. У гностиков полнота божеств. абсолюта, порождающего эоны. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • πλήρωμα — that which fills neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήρωμα — το, ΝΜΑ, και πλέρωμα Ν [πληρώ / πληρώνω] 1. ναυτ. το σύνολο τών υπηρετούντων ή εργαζομένων σε ένα πολεμικό ή εμπορικό πλοίο αξιωματικών και κατωτέρων, εκτός από τον κυβερνήτη ή τον πλοίαρχο, κν., σημέρα, τσούρμο 2. φρ. «το πλήρωμα τού χρόνου»… …   Dictionary of Greek

  • πλήρωμα — το, ατος 1. γέμισμα ή καθετί που χρησιμεύει για γέμισμα. 2. το σύνολο των προσώπων που υπηρετούν σε πλοίο ή σε αεροπλάνο: Αγνοούνται ορισμένα μέλη του πληρώματος. 3. συμπλήρωμα: Το πλήρωμα του χρόνου. 4. το σύνολο των πιστών: Το πλήρωμα της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλήρωμ' — πλήρωμα , πλήρωμα that which fills neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρωμάτων — πλήρωμα that which fills neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρώμασι — πλήρωμα that which fills neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρώμασιν — πλήρωμα that which fills neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρώματα — πλήρωμα that which fills neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρώματι — πλήρωμα that which fills neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρώματος — πλήρωμα that which fills neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”