- πηνήκη
πηνήκη, ἡ, s. πηνίκη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πηνήκη, ἡ, s. πηνίκη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πηνήκη — false hair fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηνήκη — και δ. γρφ. πηνίκη, ἡ, Α φενάκη, περούκα, τεχνητή κόμη («τὴν πηνήκην ἀφείλετο τῆς κεφαλῆς», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να έχει σχηματιστεί από τη λ. πήνη*, κατά το φενάκη «τεχνητή κόμη»] … Dictionary of Greek
πηνήκαις — πηνήκη false hair fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηνήκην — πηνήκη false hair fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηνήκης — πηνήκη false hair fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηνίκη — ἡ, Α βλ. πηνήκη … Dictionary of Greek
πηνηκίζω — και πηνικίζω Α [πηνήκη] φενακίζω, απατώ, εξαπατώ … Dictionary of Greek
φενάκη — η, ΝΜΑ πρόσθετη τεχνητή κόμη, περούκα νεοελλ. μτφ. ψεύδος, απάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέναξ, ακος (πρβλ. και το συνώνυμο πηνήκη*)] … Dictionary of Greek