ποίκιλσις

ποίκιλσις

ποίκιλσις, , = ποικιλία, Plat. Legg. V, 747 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ποίκιλσις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικίλσεις — ποίκιλσις fem nom/voc pl (attic epic) ποίκιλσις fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποίκιλση — η / ποίκιλσις, ίλσεως, ΝΑ [ποικίλλω] νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ποικίλλω, η διακόσμηση με ποικίλματα, κεντήματα, το πλούμισμα αρχ. ποικίλη διαμόρφωση («νομίσαντα προς πάντα εἶναι χρησίμους τὰς τῶν ἀριθμῶν διανομὰς καὶ ποικίλσεις»,… …   Dictionary of Greek

  • ՆԱՐՕՏԱՆԵՐԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0405 Chronological Sequence: Early classical գ. βαφή, βάψις, ποίκιλσις tinctio, tinctura, artificium variegandi. Արուեստ նարօտաներկաց. ներկելն զնարօտս. ... *Ի նարօտաներկութիւնս, յոստայնանկութիւնս, այլեւ յամենայն օրինակ արուեստից. Կանոն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”