- πλέθρισμα
πλέθρισμα, τό, ein Wettlauf nach dem Maaße des πλέϑρον, Phot. erkl. δράμημα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλέθρισμα, τό, ein Wettlauf nach dem Maaße des πλέϑρον, Phot. erkl. δράμημα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλέθρισμα — race of a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέθρισμα — τὸ, Α [πλεθρίζω] (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) αγώνας δρόμου σε στάδιο μήκους ενός πλέθρου … Dictionary of Greek
πελέθρισμα — τὸ, Α βλ. πλέθρισμα … Dictionary of Greek