- πλέκος
πλέκος, τό, das Geflochtene, Geflecht, Flechtwerk, Ar. Ach. 454 frg. 528.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλέκος, τό, das Geflochtene, Geflecht, Flechtwerk, Ar. Ach. 454 frg. 528.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλέκος — wicker work neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέκος — εος και ους, τὸ, Α [πλέκω] καθετί το πλεγμένο, πλέγμα … Dictionary of Greek
πλέκει — πλέκος wicker work neut nom/voc/acc dual (attic epic) πλέκεϊ , πλέκος wicker work neut dat sg (epic ionic) πλέκος wicker work neut dat sg πλέκω plait pres ind mp 2nd sg πλέκω plait pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέκους — πλέκος wicker work neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεκώ — και σπλεκῶ, όω, Α έρχομαι σε σαρκική μίξη, συνουσιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πλεκῶ με σημ. «έρχομαι σε σαρκική μίξη» έχει σχηματιστεί πιθ. από το ουσ. πλέκος, ενώ ο τ. σπλεκῶ που παραδίδει ο Ησύχιος (απ όπου το ουσ. σπλέκωμα) έχει σχηματιστεί «εκ… … Dictionary of Greek
plek̂- — plek̂ English meaning: to plait, weave Deutsche Übersetzung: “flechten, zusammenwickeln” Note: presumably further formations from pel “falten” Material: O.Ind. prasna m. “netting, lurban” (also plü s i m. “ intestines,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
плот — I I, род. п. а забор, ограда , зап., южн. (Даль), укр. плiт, род. п. плота, блр. плот, др. русск. плотъ ограда, плетень , сербохорв. пло̑т, род. п. пло̏та, словен. рlо̣̑t, рlо̣̑tа, plotȗ забор, плетень , чеш., слвц. рlоt – то же, польск. рɫоt –… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ευπλεκής — εὐπλεκής, ές και επικ. τ. ἐϋπλεκής, ές (Α) 1. ο πλεγμένος καλά, αυτός που έχει καλό πλέγμα 2. (για άρμα) αυτός που έχει τις πλευρές καλά πλεγμένες 3. (μτφ. για λόγο, ποίημα κ.λπ.) αυτός που έχει συντεθεί καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλεκής (<… … Dictionary of Greek
ομοπλεκής — ὁμοπλεκής, ές (ΑΜ) αυτός που είναι πλεγμένος μαζί με έναν άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πλεκής (< πλέκος < πλέκω), πρβλ. αμφι πλεκής] … Dictionary of Greek
παλιμπλεκής — παλιμπλεκής, ές (Α) ο πλεγμένος προς τα πίσω («παλιμπλεκεῑς κύρτοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πλεκής (< πλέκος < πλέκω), πρβλ. συμ πλεκής] … Dictionary of Greek
περιπλεκής — ές, Μ (ποιητ. τ.) περίπλεκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πλεκής (< πλέκος < πλέκω), πρβλ. συμ πλεκής] … Dictionary of Greek