πλέγμα

πλέγμα

πλέγμα, τό, das Geflochtene, Flechtwerk, Korb, Netz, Haarflechte; Eur. Ion 1393; τοῦ κύρτου, Plat. Tim. 79 d, u. öfter; Xen. Cyr. 1, 6, 28 u. Folgde; auch πλέγμα γυίων, Umarmung, vgl. Jac. A. P. p. 590.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλέγμα — anything twined neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέγμα — Συγκρότημα νεύρων ή αιμοφόρων αγγείων, που συνδέονται στενά μεταξύ τους, έτσι που να σχηματίζουν ένα είδος δικτύου. Υπάρχουν πλέγματα στο νευρικό και στο κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών. Σχετικά με τον άνθρωπο πρέπει να …   Dictionary of Greek

  • πλέγμα — το, ατος 1. κάτι που είναι πλεγμένο, δίχτυ. 2. μτφ., οργάνωση, σύνθεση: Πολύμορφο διοικητικό πλέγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλέγμα, κρυσταλλικό — Στην κρυσταλλογραφία με τον όρο αυτό δηλώνεται ένα σύνολο υλικών σημείων κανονικά διατεταγμένων μέσα στο χώρο. Από τέτοια υλικά σημεία, που μπορεί να είναι μόρια, άτομα ή ιόντα, διατεταγμένα κατά κανονικά διαστήματα, θεωρείται ότι αποτελείται η… …   Dictionary of Greek

  • αιδοιικό πλέγμα — Η συνέχεια του ιερού πλέγματος προς τα κάτω. Σχηματίζεται από τους πρόσθιους κλάδους του 4ου και κατά ένα μέρος του 3ου ιερού νεύρου και τους αναστομωτικούς κλάδους του 2ου ιερού νεύρου. Αναστομώνεται με το κοκκυγικό και το υπογάστριο φυσικό… …   Dictionary of Greek

  • ηλιακό πλέγμα — (Ιατρ.). Μεγάλο δίκτυο νεύρων που βρίσκονται πίσω από το στομάχι …   Dictionary of Greek

  • πλέγμ' — πλέγμα , πλέγμα anything twined neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεγμάτων — πλέγμα anything twined neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέγμασι — πλέγμα anything twined neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέγμασιν — πλέγμα anything twined neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέγματα — πλέγμα anything twined neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”