- πλάθανον
πλάθανον, τό, = Folgdm, Poll. 7, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλάθανον, τό, = Folgdm, Poll. 7, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλάθανον — dish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαθάνω — πλάθανον dish neut nom/voc/acc dual πλάθανον dish neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαθάνοισι — πλάθανον dish neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάθανο — το / πλάθανον, ΝΑ πλατιά σανίδα στην οποία πλάθουν ψωμί, πίτες κ.λπ., πλασταριά αρχ. (κατά τον Πολυδ.) ο τόπος όπου ψήνουν το ψωμί ή τις πίτες, φούρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλαθ τού πλάσσω* + επίθημα ανον (πρβλ. έδρ ανον, σπάργ ανον)] … Dictionary of Greek
πλαθανίτης — και δωρ. τ. πλαθανίτας, ὁ, Α είδος πίτας που ψήνεται σε πλάθανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάθανον «πλατιά σανίδα όπου πλάθουν ή ψήνουν ψωμί» + επίθημα ίτης (πρβλ. πιτυρ ίτης)] … Dictionary of Greek