πλάγγος

πλάγγος

πλάγγος, , eine Adlerart, auch νηττοφόνος u. μόρφνος, lat, plancus, Arist. H. A. 9, 32.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλάγγος — eagle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάγγος — ὁ, Α είδος αετού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από θ. πλαγγ τού ρ. πλάζω / πλάζομαι «περιπλανιέμαι» (βλ. λ. πλάζω), με τη σημ. «αυτός που περιπλανάται»] …   Dictionary of Greek

  • πλάγγων — πλάγγος eagle masc gen pl πλάζω turn aside pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περκνός — ή, ό / περκνός, ή, όν, ΝΑ 1. σκούρος, μαυριδερός, σαν το χρώμα τής ελιάς όταν αρχίζει να ωριμάζει αρχ. το αρσ. ως ουσ. ο περκνός α) είδος αετού («αἰετὸν... ὅν καὶ περκνὸν καλέουσι», Ομ. Ιλ.) β) το πτηνό πλάγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. περκ νός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”