πλάτυμμα

πλάτυμμα

πλάτυμμα, τό, = πλατύσμα, B. A. 294. 317.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλάτυμμα — plate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάτυμμα — τὸ, Α. βλ. πλάτυσμα …   Dictionary of Greek

  • πλατύμματα — πλάτυμμα plate neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατύμματι — πλάτυμμα plate neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάτυσμα — το / πλάτυσμα και πλάτυμμα, ΝΜΑ το αποτέλεσμα τού πλατύνω 2. κάθε πεπλατυσμένο αντικείμενο νεοελλ. 1. βοτ. το έλασμα τών φύλλων τών φυτών 2. φρ. «μυώδες πλάτυσμα» ανατ. λεπτός πλατύς τετράπλευρος μιμικός μυς τού τραχήλου, που εκτείνεται υποδορίως …   Dictionary of Greek

  • ύφαμμα — τὸ, Α ύφασμα ή, κατ άλλους, είδος μεταλλικού αντικειμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θα μπορούσε να θεωρηθεί παρλλ. τ. τής λ. ὕφασμα (πρβλ. πλάτυμμα: πλάτυσμα), είναι, όμως, πιθ. ότι ο τ. δεν ανήκει στην οικογένεια τού ρ. ὑφαίνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”