πλοῦτος

πλοῦτος

πλοῦτος, , Reichthum, Vermögen, Ueberfluß; Hom. u. Hes. u. Folgde; ἄφενος καὶ πλοῠτον ἀφύξειν, Il. 1, 171; ὄλβῳ τε πλούτῳ τε μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσι, 16, 596, u. öfter, wie Pind. u. Tragg.; in Prosa: οὔτε τιμαί, οὔτε πλοῠτος, Plat. Conv. 178 d; Ggstz πενία, Rep. IV, 451 d u. öfter; im plur., Schätze, Prot. 354 b Gorg. 523 c; Schäf. Dion. comp. p. 365; – c. gen. der Sache, χρυσοῠ, ἀργύρου u. dgl., Her. 2, 121, 1; vgl. Pors. Eur. Med. 542. – S. auch nom. pr. – Die Ableitung der Alten von πλέον od. π ολὺ ἔτος, gleichsam πλόετος, ein volles, gesegnetes Jahr, ist unrichtig.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλοῦτος — 1 wealth masc nom sg πλοῦτος 2 neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλοῦτος — wealth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… …   Dictionary of Greek

  • πλούτος — ο 1. αφθονία αγαθών στην κατοχή ατόμου ή ατόμων ή χώρας: Έχουν μεγάλο πλούτο. 2. μτφ., αφθονία διανοητικών ή συναισθηματικών στοιχείων: Ο πλούτος της πνευματικής ζωής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀπὸ λεπτῆς κρόκης ὁ πᾶς οὗτος πλοῦτος ἀπήρηται. — См. Висит на нитке …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πλούτους — πλοῦτος 1 wealth masc acc pl πλού̱τους , πλοῦτος 2 neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλούτω — Πλοῦτος wealth masc nom/voc/acc dual Πλοῦτος wealth masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλούτω — πλοῦτος 1 wealth masc nom/voc/acc dual πλοῦτος 1 wealth masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλοῦτε — Πλοῦτος wealth masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοῦτε — πλοῦτος 1 wealth masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλοῦτοι — Πλοῦτος wealth masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”