- πηλαῖος
πηλαῖος, 1) von Lehm, Thon gemacht, πλίνϑος, Maneth. 4, 292. – 2) ὁ π., eine Fischart.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πηλαῖος, 1) von Lehm, Thon gemacht, πλίνϑος, Maneth. 4, 292. – 2) ὁ π., eine Fischart.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πηλαῖος — made of clay masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλαίος — αία, ον, Α 1. κατασκευασμένος από πηλό 2. (για ψάρια) αυτός που ζει σε λασπόνερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + κατάλ. αῖος (πρβλ. τροχ αίος)] … Dictionary of Greek
πηλαίων — πηλαῖος made of clay fem gen pl πηλαῖος made of clay masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλαῖοι — πηλαῖος made of clay masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλαίης — πηλαῖος made of clay fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλαίας — πηλαίᾱς , πηλαῖος made of clay fem acc pl πηλαίᾱς , πηλαῖος made of clay fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)