πολίωσις

πολίωσις

πολίωσις, , das Grau-, Weißlichmachen, -werden, Plut. Is. et Os. 33.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολίωσις — becoming grey fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολίωση — η / πολίωσις, ώσεως, ΝΑ [πολιῶ / οῡμαι] η λεύκανση τών τριχών τού κεφαλιού και τού σώματος αρχ. (κατά τον Γαλ.) «πολίωσίς ἐστι μεταβολὴ τριχῶν ἐπὶ τὸ λευκὸν πρὸ τῆς καθηκούσης ἡλικίας» …   Dictionary of Greek

  • ωχρίαση — η / ὠχρίασις, άσεως, ΝΜΑ [ὠχριῶ] 1. το αποτέλεσμα τού ωχριώ, χλόμιασμα, κιτρίνισμα (α. «ωχρίαση τού προσώπου από φόβο» β. «συμβαίνουσι τοῑς μεθυσκομένοις τρόμοι, βαρύτητες, ὠχριάσεις», Γρηγ. Ναζ.) 2. αποχρωματισμός, ξεθώριασμα («ἡ δὲ πολίωσις,… …   Dictionary of Greek

  • πολιώσεως — πολιώσεω̆ς , πολίωσις becoming grey fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολίωσιν — πολέω go about pres subj act 3rd pl (doric) πολίωσις becoming grey fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”