πολίτευμα

πολίτευμα

πολίτευμα, τό, was Einer als πολίτης oder Theilnehmer an einer πολιτεία thut, Luc. Prom. 15; die Verwaltung des Staates, Plat. Legg. XII, 945 d; die Grundsätze, welche man dabei verfolgt, πολίτευμα πολιτεύεσϑαι, Aesch. 1, 86, wie Dem. 8, 71; bes. im plur., Isocr. 7, 78; ἐγχειρίσαι τὸ πολ. καὶ τὰς ἀρχὰς τοῖς αὑτοῦ φίλοις, Pol. 4, 23, 9. Uebh. wie πολιτεία, Staatsverfassung, Plut. Them. 4; Pol. τὸ πάτριον πολ., 5, 9, 9; auch plur., 4, 25, 7; Staat, 1, 13, 12.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολίτευμα — business of government neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολίτευμα — το, ΝΜΑ [πολιτεύομαι] το πολιτειακό καθεστώς μιας χώρας το οποίο στηρίζεται στο Σύνταγμα (α. «δημοκρατικό πολίτευμα» β. «πολιτεύματα σωφρονικά», Δίον. Αλ.) νεοελλ. 1. ο τρόπος, η μορφή οργάνωσης τής πολιτικής εξουσίας σε μια πολιτεία, σε ένα… …   Dictionary of Greek

  • πολίτευμα — το 1. το πολιτειακό καθεστώς που προβλέπει το Σύνταγμα μιας χώρας. 2. (νομ.), το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν την άσκηση της πολιτικής εξουσίας σ ένα κράτος: Πολίτευμα δημοκρατικό. – Πολίτευμα μοναρχικό. – Πολίτευμα κοινοβουλευτικό κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οχλοκρατία — Πολίτευμα στο οποίο κυβερνά ο όχλος. Τον όρο χρησιμοποίησε κυρίως ο Αριστοτέλης, για να υποδηλώσει τις παρεκτροπές από το δημοκρατικό πολίτευμα. Ο όρος σήμερα τείνει να πάψει να χρησιμοποιείται, μετά τη διαμόρφωση νέων κοινωνικών και πολιτικών… …   Dictionary of Greek

  • πολίτευμ' — πολίτευμα , πολίτευμα business of government neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιτευμάτων — πολίτευμα business of government neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιτεύμασι — πολίτευμα business of government neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιτεύμασιν — πολίτευμα business of government neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιτεύματα — πολίτευμα business of government neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιτεύματι — πολίτευμα business of government neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιτεύματος — πολίτευμα business of government neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”