- προς-επι-μανθάνω
προς-επι-μανθάνω (s. μανϑάνω), noch dazu lernen, zulernen, D. Sic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-επι-μανθάνω (s. μανϑάνω), noch dazu lernen, zulernen, D. Sic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek