- πολλοσταῖος
πολλοσταῖος, wird aus Eubul. angeführt, Cram. Anecd. 1, 369.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολλοσταῖος, wird aus Eubul. angeführt, Cram. Anecd. 1, 369.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολλοσταίος — και δ. γρ. πολλασταῑος, αία, ον, Α αυτός που γίνεται μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολλοστός + κατάλ. αῖος (πρβλ. εικοστ αίος, ογδοηκοστ αίος)] … Dictionary of Greek
πολλασταίος — αία, ον, Α (δ. γρφ.) βλ. πολλοσταίος … Dictionary of Greek