πολλαχῇ

πολλαχῇ

πολλαχῇ, vielmals, oft, Her. 1, 42. 6, 21; gew. vielfach, auf viele Arten, καὶ πολλαχῇ γε δυςπάλαιστα πράγματα, Aesch. Suppl. 463; καλεῖ γὰρ αὐτὸν πολλὰ πολλαχῇ ϑεός, Soph. O. C. 1622; γελοῖον γὰρ ἂν εἴη πολλαχῇ, Plat. Prot. 346 d; πολλαχῇ ἄλλῃ, Theaet. 179 c Conv. 178 a u. sonst; im Ggstz von οὐδαμῇ, Xen. An. 7, 3, 12 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολλαχῆ — in many places indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαχῇ — πολλαχῆ in many places indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαχή — Α επίρρ. 1. σε πολλά μέρη 2. πολλές φορές, συχνά 3. με πολλούς και διάφορους τρόπους, πολυτρόπως 4. για πολλούς λόγους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο) τού πολύς* + ουρανικό πρόσφυμα αχ + επιρρμ. κατάλ. ῇ (πρβλ. αλλ αχ ή)] …   Dictionary of Greek

  • πολλαχῆι — πολλαχῇ , πολλαχῆ in many places indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενιαχή — ἐνιαχῇ (Α) επίρρ. 1. τοπ. σε μερικά μέρη 2. χρον. ενίοτε, καμιά φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα επιρρήματα ενιαχή, ενιαχού, παράγωγα τού ένιοι, εμφανίζουν αντιστοίχως το ίδιο επίθημα με τα πολλαχή*, πολλαχού*] …   Dictionary of Greek

  • πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”