πολλαχόθεν

πολλαχόθεν

πολλαχόθεν, von vielen Orten, Seiten her; Thuc. 6, 32; Plat. Legg. VIII, 842 c; ὁμολογούμενα, Dem. 30, 32; vgl. Plat. Conv. 178 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολλαχόθεν — from many places indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαχόθεν — ΝΜΑ επίρρ. από πολλά μέρη ή σημεία («πολλαχόθεν ὁμολογεῑται», Πλάτ.) αρχ. για πολλούς λόγους («πολλαχόθεν ξυνέβη... ἀναχωρῆσαι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο) τού πολύς* + ουρανικό πρόσφυμα αχ + επιρρμ. κατάλ. ό θεν (πρβλ. αλλ αχ όθεν, ολιγ αχ …   Dictionary of Greek

  • отъвьсюдоу — (78) нар. 1.Со всех сторон: ѡва же сама растѹща˫а же ѡкрьстъ ѡгражена и покрыта ѿвсюдѹ. (πανταχόϑεν) ЖФСт к. XII, 44; аще же нi единого бѹдеть. ниѿкѹдѹже прибѣжища. но ѿовсюдѹ закленъсѧ обрѣтаетсѧ. КР 1284, 177в; того ради и брачитисѧ ѿсѣче. и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μυριαχόθεν — μυριοχόθεν (Μ) επίρρ. από χίλιες μεριές, από χίλια μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύριος, επιρρμ. αναλογικός σχηματισμός, κατά το πολλαχόθεν] …   Dictionary of Greek

  • πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… …   Dictionary of Greek

  • ՈՒՍՏԵՔ — ( ) NBH 2 0556 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c մ. ա. Նոյն ընդ վ. (=ՈՒՍՏԵՄՆ). ποθέν aliunde, ab aliquo, ex quodam (loco, homine) եւն). (որպէս ուստ ոք, կամ իք. յուստ իմեքէ. ի տեղւոջէ իմեմնէ.) *Յորժամ հայր …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”