πολλαπλασιασμός

πολλαπλασιασμός

πολλαπλασιασμός, , = Vorigem, Sp.; Multiplication, Plut. de εἰ ap. D. 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολλαπλασιασμός — multiplication masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασιασμός — ὁ, ΝΜΑ [πολλαπλασιάζω] αύξηση κατά ποσότητα ή μέγεθος νεοελλ. 1. μαθημ. μία από τις θεμελιώδεις πράξεις τής αριθμητικής η οποία γίνεται μεταξύ δύο αριθμών, τού πολλαπλασιαστέου και τού πολλαπλασιαστή, και κατά την οποία σχηματίζεται τρίτος που… …   Dictionary of Greek

  • πολλαπλασιασμός — ο 1. η πράξη του πολλαπλασιάζω, η αύξηση. 2. μία από τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγενής αναπαραγωγή ή αγενής πολλαπλασιασμός — Πολλαπλασιασμός ζώων και φυτών που, σε αντίθεση με την εγγενή αναπαραγωγή, γίνεται χωρίς γονιμοποίηση …   Dictionary of Greek

  • πολλαπλασιασμοῖς — πολλαπλασιασμός multiplication masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασιασμοί — πολλαπλασιασμός multiplication masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασιασμοῦ — πολλαπλασιασμός multiplication masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασιασμούς — πολλαπλασιασμός multiplication masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασιασμῶν — πολλαπλασιασμός multiplication masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασιασμῷ — πολλαπλασιασμός multiplication masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασιασμόν — πολλαπλασιασμός multiplication masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”