- πληθό-χωρος
πληθό-χωρος, Viel fassend, Phot. lex.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πληθό-χωρος, Viel fassend, Phot. lex.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσόχωρος — μεσόχωρος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στο μέσον κάποιας χώρας, ο μεσόγειος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσόχωρον το μέσο διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + χωρος (< χώρα), πρβλ. ομοιό χωρος, πληθό χωρος] … Dictionary of Greek