πληθωρία, ἡ, = Vorigem, Schol. Ai. Ach. 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πληθωρία — ἡ, Μ [πληθώρα] η πληθώρα, η αφθονία … Dictionary of Greek
πληθωρίας — πληθωρίᾱς , πληθωριάω to be plethoric imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)