- ποθητύς
ποθητύς, ύος, ἡ, poet. = πόϑησις, Opp. Cyn. 2, 609.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποθητύς, ύος, ἡ, poet. = πόϑησις, Opp. Cyn. 2, 609.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποθητύς — ύος, ἡ, Α σφοδρός πόθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποθῶ με δυσερμήνευτο επίθημα ητ ύς] … Dictionary of Greek
ποθητύν — ποθητύς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… … Dictionary of Greek