- πλημ-μέλημα
πλημ-μέλημα, τό, = πλημμέλεια; τὰ εἰς τοὺς ϑεοὺς αὐτοῦ πλημμελήματα, Aesch. 3, 106; Luc. Hermot. 81.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλημ-μέλημα, τό, = πλημμέλεια; τὰ εἰς τοὺς ϑεοὺς αὐτοῦ πλημμελήματα, Aesch. 3, 106; Luc. Hermot. 81.
http://www.zeno.org/Pape-1880.