- πηλακισμός
πηλακισμός, ὁ, = dem gebräuchlichern προπηλακισμός, E. M. 669, 49.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πηλακισμός, ὁ, = dem gebräuchlichern προπηλακισμός, E. M. 669, 49.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πηλακισμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλακισμός — ὁ, Α [πηλακίζω] ο προπηλακισμός, η ρίψη λάσπης εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek