- πηλαμυδεία
πηλαμυδεία, ἡ, der Fang der πηλαμύς, Strab. 12, 3, 19, v. l. πηλαμυδία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πηλαμυδεία, ἡ, der Fang der πηλαμύς, Strab. 12, 3, 19, v. l. πηλαμυδία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πηλαμυδεία — ἡ, Α ψάρεμα παλαμίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλαμύς, ύδος + κατάλ. εια (πρβλ. μαγγαν εία)] … Dictionary of Greek
πηλαμυδεῖα — πηλαμυδεῖον fishing ground for tunnies neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλαμυδείας — πηλαμυδείᾱς , πηλαμυδεία tunny fishery fem acc pl πηλαμυδείᾱς , πηλαμυδεία tunny fishery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)