- πολιῆτις
πολιῆτις, ιδος, ἡ, fem. zu πολιήτης; ὦ ψάμαϑος πολιήτιδος ἀκτᾶς, Eur. Hipp. 1126; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 867.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολιῆτις, ιδος, ἡ, fem. zu πολιήτης; ὦ ψάμαϑος πολιήτιδος ἀκτᾶς, Eur. Hipp. 1126; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 867.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολιῆτις — πολίτης citizen fem nom sg (epic ionic) πολιῆτις citizen fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολίτης — ο, θηλ. πολίτις, ΝΜΑ, ιων. τ. πολιήτης, δωρ. τ. πολιάτας, θηλ. πολιᾶτις και πολιῆτις, Α, και πολίτισσα ΝΜ, πολῖτις, ίτιδος, ΜΑ κάτοικος πόλης ο οποίος έχει πολιτικά δικαιώματα, κάθε μέλος πολιτείας το οποίο έχει το δικαίωμα τού εκλέγεσθαι… … Dictionary of Greek
πολιήτης — εω, ὁ, θηλ. πολιῆτις, ήτιδος, Α (επικ. και ιων. τ.) βλ. πολίτης … Dictionary of Greek
πολιῆτιν — πολίτης citizen fem acc sg (epic ionic) πολιῆτις citizen fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιήτιδα — πολίτης citizen fem acc sg (epic ionic) πολιῆτις citizen fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιήτιδας — πολίτης citizen fem acc pl (epic ionic) πολιῆτις citizen fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιήτιδες — πολίτης citizen fem nom/voc pl (epic ionic) πολιῆτις citizen fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιήτιδος — πολίτης citizen fem gen sg (epic ionic) πολιῆτις citizen fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)