- πολιήτωρ
πολιήτωρ, ορος, ὁ, poet. = πολιήτης, Orac. Sib.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολιήτωρ, ορος, ὁ, poet. = πολιήτης, Orac. Sib.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολιήτωρ — ορος, ὁ, Α πολίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + επίθημα τωρ (πρβλ. νικ ήτωρ)] … Dictionary of Greek